Από τη Γιάννα Τριανταφύλλη.
Η σοβαρότητα των συμπτωμάτων στη Διαταραχή Μετατραυματικού Στρες ((PTSD-Post Traumatic Stress Disorder) ποικίλλει σημαντικά μεταξύ των ατόμων κατά τον πρώτο χρόνο μετά το τραυματικό συμβάν και παραμένει δύσκολο να προβλεφθεί εάν κάποιος μπορεί να επιδεινωθεί, να βελτιωθεί ή να αναρρώσει.
Ερευνητές από το Πανεπιστήμιο του Yale, χρησιμοποιώντας λειτουργική απεικόνιση εγκεφάλου και μηχανική μάθηση, μπόρεσαν να προβλέψουν βασικά συμπτώματα PTSD ακόμη και 14 μήνες μετά το αρχικό τραυματικό συμβάν.
Η διαταραχή μετατραυματικού στρες είναι μια σοβαρή ψυχιατρική πάθηση που εκδηλώνεται όταν κάποιος βιώσει ένα τραυματικό συμβάν. Εμφανίστηκε για πρώτη φορά στα διαγνωστικά εγχειρίδια των ψυχίατρων το 1980, ως απάντηση στη συμπτωματολογία που είχαν εμφανίσει βετεράνοι επιστρέφοντας από τον πόλεμο στο Βιετνάμ.
Αντέχεις την αλήθεια; Μάθε ό,τι οι άλλοι δεν θέλουν να ξέρεις.
Κάνε εγγραφή στο newsletter του piestirio.gr
Οι περισσότεροι άνθρωποι που βιώνουν ένα τραυματικό γεγονός, συνήθως μετά από ένα χρονικό διάστημα κατορθώνουν να το ξεπεράσουν. Αντίθετα, τα άτομα με διαταραχή μετατραυματικού στρες συνεχίζουν να εμφανίζουν έντονη κατάθλιψη και άγχος για μήνες ή ακόμα και για χρόνια μετά το συμβάν.
Πρόκειται για μια διαταραχή που έχει σημαντικές επιπτώσεις στη δημόσια υγεία λόγω του υψηλού επιπολασμού της, της χρόνιας φύσης της, της λειτουργικής της έκπτωσης και των συχνών συννοσηροτήτων της. Σύμφωνα με έρευνες, το μετατραυματικό στρες προσβάλλει περίπου το 30% των θυμάτων μιας καταστροφής.
Παρά τη σημαντική ερευνητική πρόοδο που έχει γίνει τις τελευταίες δεκαετίες σχετικά με την υποκείμενη νευροβιολογία της διαταραχής, εξακολουθούν να υπάρχουν τεράστια κενά γνώσης για τους ισχυρούς νευρωνικούς προγνωστικούς παράγοντες που συμβάλλουν στην ανάπτυξή της, περιορίζοντας έτσι την ανάπτυξη αποτελεσματικών θεραπειών.
Βαθύτερη κατανόηση της νευροβιολογίας της διαταραχής
Ερευνητική ομάδα από την Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου του Yale, με τη χρήση λειτουργικής απεικόνισης εγκεφάλου και με τεχνική μηχανικής μάθησης, θέλησε να εντοπίσει πρώιμα νευρωνικά δίκτυα που σχετίζονται με την ανάπτυξη της διαταραχής μετατραυματικού στρες σε άτομα που είχαν βιώσει πρόσφατα ένα έντονο τραυματικό γεγονός.
Στη μελέτη συμμετείχαν 162 ενήλικες, με μέση ηλικία τα 33,9 έτη, που είχαν εισαχθεί στο τμήμα επειγόντων περιστατικών ενός γενικού νοσοκομείου μετά από ένα τραυματικό συμβάν. Τα τραυματικά συμβάντα περιλάμβαναν ατυχήματα με αυτοκίνητα, σωματικές επιθέσεις, ληστείες, εχθροπραξίες, ηλεκτροπληξία, πυρκαγιές, πνιγμούς, εργατικά ατυχήματα, τρομοκρατικές επιθέσεις ή καταστροφές μεγάλης κλίμακας.
Όλοι οι συμμετέχοντες υποβλήθηκαν σε σαρώσεις λειτουργικής απεικόνισης εγκεφάλου (fMRI), σε κατάσταση ηρεμίας και ένα μήνα μετά την τραυματική εμπειρία που βίωσαν. Οι συμμετέχοντες υποβλήθηκαν επίσης σε κλινικές αξιολογήσεις για τη σοβαρότητα του PTSD ένα μήνα μετά, 6 μήνες μετά και 14 μήνες μετά το τραυματικό συμβάν.
Με τη βοήθεια του μοντέλου μηχανικής μάθησης στις λειτουργικές εικόνες του εγκεφάλου των ασθενών, οι ερευνητές μπόρεσαν να προβλέψουν τη σοβαρότητα των συμπτωμάτων του PTSD των συμμετεχόντων ένα μήνα μετά και 14 μήνες μετά το τραυματικό συμβάν.
Ωστόσο, το μοντέλο μηχανικής μάθησης δεν μπόρεσε να κάνει ισχυρές προβλέψεις σχετικά με τη σοβαρότητα των συμπτωμάτων στο χρονικό διάστημα των έξι μηνών μετά το τραυματικό συμβάν, κάτι που, όπως πιστεύουν οι ερευνητές, πιθανότατα οφείλεται στο γεγονός ότι το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα εξακολουθούσε να υπάρχει σημαντική διακύμανση στα συμπτώματα.
Το μοντέλο προσδιόρισε επίσης ποια εγκεφαλικά δίκτυα ήταν πιο σημαντικά για τις προβλέψεις σε κάθε χρονική στιγμή και ποιοι τύποι συμπτωμάτων είχαν προβλεφθεί πιο έντονα. Για παράδειγμα, ένα μήνα μετά το τραύμα, το μοντέλο προέβλεψε με ακρίβεια συμπτώματα αποφυγής και αρνητικές αλλαγές στη διάθεση και τη γνωστική λειτουργία, ενώ στους 14 μήνες μετά το τραυματικό συμβάν το μοντέλο προέβλεψε εντονότερα συμπτώματα άγχους και υπερδιέγερσης.
«Το κίνητρο πίσω από αυτή τη μελέτη ήταν να δούμε αν μπορούσαμε να εντοπίσουμε νωρίς κάποια “σημάδια” στον εγκέφαλο, κάτι που θα μας βοηθούσε να προβλέψουμε ποιος θα αναπτύξει πιο σοβαρά συμπτώματα με την πάροδο του χρόνου και ποιος θα αναρρώσει ταχύτερα. Τα ευρήματα υποδεικνύουν ότι η πρώιμη συνδεσιμότητα του εγκεφάλου μπορεί να προβλέψει την τροχιά των συμπτωμάτων, η οποία θα είναι χρήσιμη για τη διάγνωση και την πρόβλεψη της διαταραχής», δήλωσε ο Δρ. Ben-Zion, επικεφαλής της ερευνητικής ομάδας και μεταδιδακτορικός συνεργάτης στο Yale School of Medicine.
Σύμφωνα με τους ερευνητές, τα ευρήματα είναι σημαντικά καθώς παρέχουν μια βαθύτερη κατανόηση της νευροβιολογίας που εμπλέκεται στη διαταραχή του μετατραυματικού στρες και θα μπορούσαν να προσφέρουν νέους στόχους για πιο αποτελεσματικές θεραπείες στο μέλλον.
Πηγή: JAMA Network Open